συναθροισμός

συναθροισμός
συναθροισμός
collection
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • συναθροισμός — ὁ, Α [συναθροίζω] 1. συνάθροιση, συγκέντρωση («πάντων τῶν ζῴων συναθροισμός», Αίσωπ.) 2. ρητορικό σχήμα κατά το οποίο γίνεται συναγωγή σε ένα κεφάλαιο αυτών που έγιναν ή μπορούν να γίνουν …   Dictionary of Greek

  • συναθροισμοῦ — συναθροισμός collection masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναθροισμῷ — συναθροισμός collection masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναθροισμόν — συναθροισμός collection masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • СОСЛОВИЕ — К числу книжных славянизмов, вошедших в активный состав русского литературного языка в период так называемого «втор ого южнославянского влияния» (XIV XVI вв.), относится слово сословие. А. Г. Преображенский думал, что оно представляет собою,… …   История слов

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”